- ενακμάζω
- ἐνακμάζω (AM)μσν.μαίνομαι εναντίον κάποιου («ἐνακμάζουσι κατὰ τῶν γειτόνων», Ευστάθ.)αρχ.1. βρίσκομαι στην ακμή, είμαι ώριμος («ὅταν δὲ τὰ λήια ἐνακμάζῃ καὶ ὦσιν oἱ στάχυες ξανθοί», Αιλιαν.)2. (για φωτιά) έχω μεγάλες φλόγες, μαίνομαι3. (για τον ήλιο) είμαι καυτερός, καίω («τοῡ ἡλίου ἐνακμάζοντος», Αιλιαν.)4. (για το ψύχος ή τον χειμώνα) είμαι δριμύς5. (με δοτ.) ανθίζω, θάλλω («πάθος ἐνακμάζει τῇ Ἐλλάδι», Μάξ. Τύρ.).
Dictionary of Greek. 2013.